- δυναμομεταμόρφωση
- [-ις (-εως)] η геол динамометаморфизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… … Dictionary of Greek
μεταλλογένεση — Ο σχηματισμός μεταλλευτικών κοιτασμάτων, που έχει ως αιτία διάφορους γεωλογικούς παράγοντες, όπως είναι η μαγματική ενέργεια, η ιζηματογένεση, η αποσάθρωση και η δυναμομεταμόρφωση των πετρωμάτων. * * * η γεωλ. κλάδος τής κοιτασματολογίας που… … Dictionary of Greek
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek
φυλλονίτης — ο, Ν (πετρογρ.) φυλλώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα που σχηματίζεται με δυναμομεταμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllonite < phyll(ite) (βλ. φυλλίτης) + (myl)onite (βλ. μυλονίτης)] … Dictionary of Greek
ασβεστοκερατίτης — Ασβεστολιθικό πέτρωμα που μέσα στη μάζα περικλείει άφθονους και αρκετά ευδιάκριτους κρυστάλλους χαλαζία, αστρίων, πυροξένων, αμφιβόλων, μίκας και άλλων πυριτικών ορυκτών. Ο ιστός του πετρώματος έχει πορφυριτική όψη και ο σχηματισμός του… … Dictionary of Greek
δυναμική μεταμόρφωση — (Γεωλ.).Βλ. λ. δυναμομεταμόρφωση … Dictionary of Greek
σχιστόλιθοι — Κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, που έχουν προέλθει από τη μεταμόρφωση άλλων πετρωμάτων, είτε εκρηξιγενών (ορθο σχιστόλιθοι), είτε ιζηματογενών (παρασχιστόλιθοι). Κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σ. είναι η σχιστότητα, η παράλληλη δηλαδή διάταξη… … Dictionary of Greek